εὔκαρπος

εὔκαρπος
εὔκαρπος
fruitful
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εύκαρπος — η, ο (ΑΜ εὔκαρπος, ον) αυτός που παράγει άφθονους και ωραίους καρπούς, καρποφόρος, γόνιμος («εὐκάρπου χθονός», Πίνδ.) αρχ. 1. (για γυναίκα) αυτή που γεννά πολλά παιδιά, η πολύτοκη 2. αυτός που κάνει κάτι γόνιμο, καρποφόρο 3. ως επίθ. τής… …   Dictionary of Greek

  • εὐκαρπότατον — εὔκαρπος fruitful masc acc superl sg εὔκαρπος fruitful neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔκαρπον — εὔκαρπος fruitful masc/fem acc sg εὔκαρπος fruitful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαρποτάτη — εὔκαρπος fruitful fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαρποτάτην — εὔκαρπος fruitful fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαρποτάτης — εὔκαρπος fruitful fem gen superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαρποτέρη — εὔκαρπος fruitful fem nom/voc comp sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαρπότεραι — εὔκαρπος fruitful fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαρπότεροι — εὔκαρπος fruitful masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαρπότερος — εὔκαρπος fruitful masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”